Παρουσίαση περιλήψεων των εκπαιδευτικών θεμάτων που προγραμματίζονται-διδάσκονται στα 5ο-6ο εξάμηνα, με αντικείμενο την εισαγωγή στην Εργαστηριακή Ιατρική Διάγνωση. Αφορά τους τριτοετείς φοιτητές, στο πλαίσιο του μαθήματος Παθολογική Φυσιολογία, στην Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ.

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ

ΓΟΥΔΗ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΑΝ ΑΘΗΝΩΝ, Greece

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2007

ΓΕΝΙΚΗ ΟΥΡΩΝ ΙΙ

ΦΥΣΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΟΥΡΩΝ

ΧΡΩΜΑ-ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΧΡΩΣΗΣ.

Η συνήθης φυσιολογική πληροφορία σε μια ανάλυση ούρων, σ΄ αυτή τη θέση είναι: κίτρινο, με κάποιες παραλλαγές; όπως αχυροκίτρινα, έως και καστανά. Η διακύμανση αυτή είναι φυσιολογική, και αντανακλά το ποσό του αποβαλλόμενου ύδατος με δεδομένη την απομάκρυνση ορισμένης ποσότητας μεταβολιτών ανά 24ωρο. Κύριοι χρωμογόνοι μεταβολίτες, όπως το ουρόχρωμα, η χολερυθρίνη και η ουροχολίνη, συνιστούν τα χρωμογόνα αίτια της συνήθους χροιάς των ούρων.

Η αποβολή μεγάλης ποσότητας ύδατος οδηγεί υδατοειδή χροιά του δείγματος, ενώ αποβολή πολύ μικρής ποσότητας οδηγεί σε πορτοκαλί ή και καστανή χροιά, εικόνα που δίδει και η αποβολή αυξημένης ποσότητας χολερυθρίνης. Άλλες καταστάσεις δίδουν παθολογικό χρώμα στα ούρα, ανάλογα με την αύξηση κάποιου συγκεκριμένου μεταβολίτη. Καφέ χρώση (από καφε-κίτρινο έως καφε-πράσινο) δίδει η αυξημένη αποβολή χολερυθρίνης. Πσρτοκαλί χροιά δίδει η ουροχολίνη (από την πρόδρομη ουρία της το ουροχολινογόνο). Λαμπρό πορτοκαλί χρώμα μπορούν να δώσουν και φάρμακα που περιέχουν αμινοπυρίνη. Ερυθρά χρώση έχουμε κατά την αποβολή αίματος και αιμοχρωστικών, καθώς και σε περίπτωση αυξημένης αποβολής ουρικών αλάτων και ορισμένων τροφίμων, όπως τα παντζάρια. Διαυγές ερυθρό χρώμα δίδει η αιμοοφαιρίνη στα ούρα, ενώ θολό ερυθρό είναι το δείγμα που περιέχει ερυθρά.Έντονη ερυθρόφαια απόχρωση έχει δείγμα που περιέχει μυοσφαιρίνη, ενώ ερυθρά ροζέ είναι η χροιά ταυ δείγματος με πορφυρίνες: Μέλαινα χροιά (από καφέ σκούρα έως μαύρη) είναι η χροιά δείγματος που περιέχει μελανίνη, ομογεντισικό οξύ, ή μεταβαλίτες της φαινόλης μετά από προηγούμενη δηλητηρίαση. Χροιά τέλος πράσινη μπορεί να είναι συνέπεια λήψης τροφίμων, και διαφόρων φαρμάκων.

ΔΙΑΥΓΕΙΑ-ΘΟΛΕΡΟΤΗΤΑ

Τα φυσιολογικά ούρα είναι κατά την έξοδό τους διαυγή. Αν και συνήθως υπέρκορα σε άλατα που αποβάλλονται από το νεφρό, εν τούτοις η ύπαρξη προστατευτικών κολλοειδών ουσιών επιτρέπει την μετασταθή ισορροπία των ούρων στην κύστη, και τηv απουσία εν αιωρήσει αλάτων κατά την ούρηση. Τα φυσιολογικά αποφολιδούμενα κυτταρικά στοιχεία από το επιθήλιο των ουροφόρων οδών δεν φθάνουν στον αριθμό που θα αλλοίωνε τη διαφάνεια των ούρων.

Διαταραχές που αλλοιώνουν το χημικό περιβάλλον ή την συγκέντρωση ορισμένων αλάτων οδηγούν στην καθίζηση αρκετών κρυστάλλων ή και άμορφης μάζας εξ αυτών. Ακόμα, καταστάσεις φλεγμονής οδηγούν κατά περίπτωση σε απόπτωση μεγάλων ποσοτήτων επιθηλίου, αποβολή μεγάλων ποσοτήτων βλένης, έξοδο μεγάλου αριθμού κατεστραμμένων λευκών αιμοσφαιρίων, γνωστών στην περίπτωση αυτή σαν πυοσφαιρίων. Συναφής με την προηγούμενη περίπτωση είναι και η ύπαρξη μεγάλου αριθμού μικροοργανισμών (βακτηριουρία), ενώ, σπανιότερα, η αποβολή κυλίνδρων (βλέπε κατωτέρω) σε μεγάλες ποσότητες προσδίδει θολερότητα στα ούρα.

ΟΣΜΗ.

Ιδιότητα που γενικά δεν δίδεται κατά την απάντηση σε μιά γενική ούρων, τουλάχιστον στις φυσιολογικές καταστάσεις. Η φυσιολαγιή ορμή των ούρων οφείλεται σε διάφορα πτητικά αρωματικά οξέα. Σε περιπτώσεις διαταραχών σύστασης, όπως αύξηση του μικροβιακού φορτίου από μακρά παραμονή προ της ανάλυσης, ακατάλληλη φύλαξη του δείγματος οδηγεί σε χαρακτηριστική οσμή αμμωνίας, συστατικό που προέρχεται σε αφθονία από τπ διάσπαση της ουρίας. Χαρακτηριστική είναι η οσμή σαπίλας των ούρων, που προέρχεται από την αποσύνθεση πρωτεϊνών σε περιπτώσεις ουρολοίμωξης. Χαρακτηριστική επίσης, αν και σπανιότερα απαντώμενη, είναι η ιδάζουσα οσμή των ούρων διαβητικών ασθενών που περιέχουν σε σημαντική ποσότητα κετόνη. Ακόμα σε βλάβες μεταβολισμού των θειοαμινοξέων κυστίνης και ομοκυσείνης, με υψηλή αποβολή τους στα ούρα, δυνατόν να έχουμε οσμή θείου.

ΕΙΔΙΚΟ ΒΑΡΟΣ [ΕΒ].

Το ειδικό βάρος των ούρων αποτελεί συνισταμένη των εν διαλύσει στερεών ουσιών και του προβαλλόμενου ποσού ύδατος. Τα φυσιολογικά συστατικά των ούρων επιφέρουν αύξηση του ειδικού βάρους αυτών άνω της τιμής του ύδατος (ειδικό βάρος ύδατος 1,000 γρ/ml). Μεταβολή των δύο παραμέτρων, ύδατος και αποβαλλόμενων στερεών συστατικών, επιφέρει ευρεία διακύμανση των τιμών ΕΒ των ούρων. Νεφρικές βλάβες, π κατάσταση ενυδάτωσης του ασθενούς, μεταβολικές διαταραχές και χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών αποτελούν τους κυριότερους λόγους διακυμάνσεων στην τιμή του ΕΒ. Αν και χρήσιμη παράμετρος κατά τον έλεγχο ενός ασθενούς, εν τούτοις οφείλει κανείς να δώσει ιδιαίτερη προσοχή κατά την αξιολόγηση της τιμής του ΕΒ, καθόσον τόσον εργαστηριακά σφάλματα μέτρησης, όσο και κακή δειγματοληψία δίδουν σοβαρές διακυμάνσεις στο ΕΒ, που όμως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική κατάσταση του ασθενούς. Τρείς μεθοδολογίες είναι οι ακολουθούμενες για τη λήψη της τιμής του ΕΒ.

Η κλασική μέθοδος είναι με τn χρήση ειδικά διαμορφωμένου και βαθμονομημένου πυκνόμέτρου, του ουρινόμετρου. Πρόκειται γιά ένα εμβυθιζόμενο στα αύρα πυκνόμετρο, με κλίμακα 1,000 έως 1,060. Πρόβλημα αποτελεί η δυσκολία χειρισμού του δείγματος σ΄ αυτό τον τύπο μέτρησης σύμφωνα με τους κανόνες ασφαλούς χειρισμού ταυ δείγματος (πιθανός κίνδυνος από λοιμογόνους παράγοντες στο δείγμα), η μεγάλη ποσότης του απαιτούμενου δείγματος γιά τη μέτρηση του ΕΒ, και η έλλειψη αυτοματισμού. Σίγουρα όμως αποτελεί την ακριβέστερο η μέθοδο (μέθοδος αναφοράς), που οφείλει να εφαρμόζεται, οπου προκύπτει η ανάγκη επακριβών ή διαδοχικών τιμών ειδικού βάρους.

Νεότερη μέθοδος γιά τη μέτρηση του ΕΒ και με σοβαρά πλεονεκτήματα είναι η διαθλασιμετρία. Κατ’ αυτή, μιά σταγόνα δείγματος είναι αρκετή γιά τη λήψη του ειδικού βάρους οε ειδικά βαθμονομημένο διαθλσσίμετρο. Η αρχή του οργάνου αυτού στηρίζεται πρακτικά στη μεταβολή του δείκτη διάθλασης του φωτός που διελαύνει ένα διάλυμα, ανάλογα με τη συγκέντρωση των διαφόρων διαλυτών σ’ αυτό. Παρ’ ότι δεν είναι ταυτόσημες οi ιδιότητες των ειδικού βάρους και δείκτου διαθλάοεως, εν τούτοις πρακτικά τα διαθλασίμετρα είναι κατά τέτοιο τρόπο βαθμονομημένα, ώστε να δίδουν με καλή ακρίβεια τα ΕΒ έως την τιμή των 1,035. Η μέθοδος διά διαθλασιμέτρου αν και καλύτερη της ακολουθούσης, παρουσιάζει απόκλιση από το πραγματικό ειδικό βάρος στην περίπτωση σακχαρουρίας πρωτεϊνουρίας και λήψης ακτινοσκιερών ουσιών.

Τελευταία μέθοδος γιά την εκτίμηση του ΕΒ με ευρεία εφαρμογή, είναι και η διά χρήσης σντιδραστηρίων ταινιών, που φέρουν ποσότητα δείκτου ευαίσθητου στις διάφορες συγκεντρώσεις ιονικών ουσιών. Τέτοιου τύπου ταινίες εμβυθιζόμενες σε διάλυμα ούρων δίδουν χρώση σε ειδική θέση της ταινίας με τον κατάλληλο δείκτη, ανάλογο της ιονικής ισχύος των ούρων. Η αντιστοίχηση των χρωματικών διαικυμάνσεων έχει γίνει με τις αντίστοιχες τιμές ειδικού βάρους.

Σύμφωνα με την παραπάνω αρxή, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η μεθοδολογία καίτοι πολύ απλή, εισάγει τον κiνδυνο σοβαρού λάθους σε περπττώοεις υψηλής αποβολής μή ιονικών ουσιών, όπως η γλυκόζη, ή σε περιπτώσεις πρωτεϊνουρίας, που η ιονική συνεισφορά είναι διαφορετική από τη συνεισφορά μάζας, σε σχέση με τα άλλα μικρομοριακά ιόντα, που συνήθως συντελούν στις μεταβολές του ΕΒ στα ούρα

Δεν υπάρχουν σχόλια: